αγκάνια

αγκάνια
και γκάνια επίρρ.
1. ιππαστί, καβάλα
2. φρ. «παίρνω ή βαστώ το παιδί αγκάνια», τό κρατώ στη ράχη μου, ενώ αυτό έχει τα πόδια του πάνω από τους ώμους μου και κάτω από τις μασχάλες μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γκουάμ — Έκταση 549 τ. χλμ. Πληθυσμός: 157.557 κατ. (2001) Πρωτεύουσα: Αγκάνια (Hagatna)Νησί του βορειοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, που τελεί υπό καθεστώς κτήσης των ΗΠΑ. Έχει συνολική έκταση 549 τ. χλμ. και πληθυσμό 157.557 κατ. (2001) με πυκνότητα 287 κάτ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”