- αγκάνια
- και γκάνια επίρρ.1. ιππαστί, καβάλα2. φρ. «παίρνω ή βαστώ το παιδί αγκάνια», τό κρατώ στη ράχη μου, ενώ αυτό έχει τα πόδια του πάνω από τους ώμους μου και κάτω από τις μασχάλες μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.